- ὑβρίζοντες
- ὑ̱βρίζοντες , ὑβρίζωwax wantonpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Minuscule 460 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 460 Text Acts of the Apostles, Catholic epistles, Pauline epistles Date 13th century Script … Wikipedia
ANDATE — locus in Britannia insula. Xiphilin. in Nerome. Lege lucus. Sic enim Xiphilmus: Καὶ ταῦτα παντα θύοντές τε ἅμα καὶ εςτιώμενοι, ὑβρίζοντες, ἔν τε ροῖς ἄλλοις σφῶν ἱερȏις καὶ εν τῷ τῆς Ἀνδάτης μάλιςτα αλσει ἐποίουν.Subdit, Ὅντω γὰρ καὶ την` νίκψν… … Hofmann J. Lexicon universale
κερτομώ — κερτομῶ, έω (ΑΜ) κεντώ την καρδιά κάποιου με χλευαστικούς λόγους, πικραίνω, περιπαίζω, πειράζω, σκώπτω κάποιον (α. «τὸν ἔνθεον κυβερνήτην ἀδίκως κερτομεῑν ὑβρίζοντες», Σέργ. Μακρ. β. «οὐκ ἐῶ σε κερτομεῑν ἡμᾱς τόδ αὖθις», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ.… … Dictionary of Greek
ράσσω — και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α 1. χτυπώ κάποιον, τόν ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.) 2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ… … Dictionary of Greek
υπερφίαλος — η, ο / ὑπερφίαλος, ον, ΝΜΑ μτφ. αλαζόνας, αλαζονικός, θρασύς, αυθάδης (α. «έχει πολλές και υπερφίαλες αξιώσεις» β. «ἔπη ὑπερφίαλα», Απολλ. Ρόδ. γ. «ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν», Πίνδ. δ. «ἐπεὶ οἱ παῑδες ὑπερφίαλοι καὶ ἄπιστοι», Ομ. Ιλ.)… … Dictionary of Greek